- Αρσινοα
- Ἀρσινόαἡ дор. = Ἀρσινόη См. Αρσινοη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀρσινόα — Ἀρσινόᾱ , Ἀρσινόη fem nom/voc/acc dual Ἀρσινόᾱ , Ἀρσινόη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρσινόας — Ἀρσινόᾱς , Ἀρσινόη fem acc pl Ἀρσινόᾱς , Ἀρσινόη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)